Silius Italicus, epicus poeta, erat clarus vir. Septendecim (XVII) libri eius de secundo Punico bello sunt pulchri. Ultimis annis vitae suae tenebat se in Campania. Possidebat multos agros in illis locis. Silius habebat tenerum animum. Studebat gloriae Vergili fovebat ingeniumque eius. Honorabat eum ut puer magistrum. Monumentum eius, quod iacebat Neapoli, habebat* pro templo.

Ο Σίλιος Ιταλικός, ο επικός ποιητής, ήταν ένδοξος άνδρας. Τα δεκαεπτά βιβλία του για το δεύτερο Καρχηδονιακό πόλεμο είναι όμορφα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμενε στην Καμπανία. Κατείχε πολλούς αγρούς σε εκείνα τα μέρη. Ο Σίλιος είχε ευαίσθητη ψυχή. Επιδίωκε τη δόξα του Βιργιλίου και περιέβαλλε με αγάπη το πνεύμα του. Τον τιμούσε, όπως το παιδί το δάσκαλο. Το μνημείο του, το οποίο βρισκόταν στη Νεάπολη, το είχε σαν ναό.

agros
agros: αιτιατική πληθ. του ουσ. ager, agri (αρσ. β’ κλ.) = ο αγρός, το αγρόκτημα.
animum
animum: αιτιατική ενικ. του ουσ. animus, animi (αρσ. β’ κλ.) = η ψυχή.
annis
annis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. annus, anni (αρσ. β’ κλ.) = ο χρόνος, το έτος.
bello
bello: αφαιρετική ενικ. του ουσ. bellum, belli (ουδ. β’ κλ.) = ο πόλεμος.
Campania
Campania: αφαιρετική ενικ. του ουσ. Campania, Campaniae (θηλ. α’ κλ.) = η Καμπανία. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]
clarus
clarus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. clarus, –a, –um = ένδοξος.
de
de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = για, σχετικά με.
eius
eius: γενική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
epicus
epicus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. epicus, –a, –um = επικός.
erat
erat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
eum
eum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
fovebat
fovebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. foveo, fovi, fotum, fovere (2) = περιβάλλω με αγάπη, λατρεύω.
gloriae
gloriae: δοτική ενικ. του ουσ. gloria, gloriae (θηλ. α’ κλ.) = η δόξα.
habebat
habebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω.
habebat*
habebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. habeo, habui, habitum, habere (2) = έχω∙ εδώ: θεωρώ.
honorabat
honorabat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. honoro, honoravi, honoratum, honorare (1) = τιμώ.
iacebat
iacebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. iaceo, iacui, iacitum, iacere (2) = βρίσκομαι, κείμαι.
illis
illis: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής αντων. ille, illa, illud = εκείνος, εκείνη, εκείνο.
in
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
ingenium
ingenium: αιτιατική ενικ. του ουσ. ingenium, ingenii / ingeni (ουδ. β’ κλ.) = το πνεύμα.
Italicus
Italicus: ονομαστική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. Italicus, –a, –um = Ιταλικός.
libri
libri: ονομαστική πληθ. του ουσ. liber, libri (αρσ. β’ κλ.) = το βιβλίο.
locis
locis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. locus, loci (αρσ. β’ κλ.) = ο τόπος, το μέρος. [Πληθ. αριθμός: (αρσ.) loci, locorum (= χωρία βιβλίου) και (ουδ.) loca, locorum (= τόποι) (ετερογενές).]
magistrum
magistrum: αιτιατική ενικ. του ουσ. magister, magistri (αρσ. β’ κλ.) = ο δάσκαλος.
monumentum
monumentum: αιτιατική ενικ. του ουσ. monumentum, monumenti (ουδ. β’ κλ.) = το μνημείο.
multos
multos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. multus, –a, –um = πολύς. [Παραθετικά κυρίως στον πληθ.: ΣΥΓΚΡ.: plures, –es, –a. ΥΠΕΡΘ.: plurimi, –ae, –a.]
Neapoli
Neapoli: αφαιρετική ενικ. του ουσ. Neapolis, Neapolis (θηλ. γ’ κλ.) = η Νεάπολη. [Αιτιατική ενικ.: Neapolim, αφαιρετική ενικ.: Neapoli. Δεν έχει πληθ. αριθμό.]
poeta
poeta: ονομαστική ενικ. του ουσ. poeta, poetae (αρσ. α’ κλ.) = ο ποιητής.
possidebat
possidebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. possideo, possedi, possessum, possidere (2) = κατέχω, έχω στην κατοχή μου.
pro
pro: πρόθεση (+ αφαιρετική) = αντί, σαν.
puer
puer: ονομαστική ενικ. του ουσ. puer, pueri (αρσ. β’ κλ.) = το παιδί∙ εδώ: ο μαθητής.
pulchri
pulchri: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. pulcher, pulchra, pulchrum = ωραίος. [ΣΥΓΚΡ.: pulchrior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: pulcherrimus, –a, –um.]
Punico
Punico: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. Punicus, –a, –um = Καρχηδονιακός.
–que
–que: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και. [Είναι εγκλιτική λέξη.]
quod
quod: ονομαστική ενικ., ουδ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
se
se: αιτιατική ενικ., γ’ προσ. της προσωπικής αντων.
secundo
secundo: αφαιρετική ενικ., ουδ. γένους, του τακτικού αριθμητικού επιθ. της β’ κλ. secundus, –a, –um = δεύτερος.
Silius
Silius: ονομαστική ενικ. του ουσ. Silius, Silii – i (αρσ. β΄ κλ.) = ο Σίλιος. [Κλητική ενικ.: Sili.]
studebat
studebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. studeo, studui, –, studere (2) [+ δοτική] = επιδιώκω.
suae
suae: γενική ενικ., θηλ. γένους, της κτητικής αντων. του γ’ προσ. για έναν κτήτορα suus, sua, suum = ο δικός του / της, η δική του / της, το δικό του / της.
sunt
sunt: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
templo
templo: αφαιρετική ενικ. του ουσ. templum, templi (ουδ. β’ κλ.) = ο ναός.
tenebat
tenebat: γ’ ενικ. οριστικής παρατατικού ενεργ. φων. του ρήμ. teneo, tenui, tentum, tenere (2) = κρατώ, έχω.
tenerum
tenerum: αιτιατική ενικ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. tener, tenera, tenerum = τρυφερός. [ΣΥΓΚΡ.: tenerior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: tenerrimus, –a, –um.]
ultimis
ultimis: αφαιρετική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. ultimus, –a, –um = τελευταίος. [Είναι υπερθετικός βαθμός που παράγεται από το επίρρ. (και πρόθ.) ultra (= πέρα). ΘΕΤ.: –. ΣΥΓΚΡ.: ulterior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: ultimus, –a, –um.]
ut
ut: παραβολικός σύνδεσμος (εκφράζει τρόπο) = όπως.
Vergili
Vergili: γενική ενικ. του ουσ. Vergilius, Vergilii / Vergili (αρσ. β’ κλ.) = ο Βιργίλιος. [Κλητική ενικ: Vergili.]
vir
vir: ονομαστική ενικ. του ουσ. vir, viri (αρσ. β’ κλ.) = ο άνδρας.
vitae
vitae: γενική ενικ. του ουσ. vita, vitae (θηλ. α’ κλ.) = η ζωή.
XVII (septendecim)
XVII (septendecim): απόλυτο αριθμητικό επίθετο (άκλιτο) = δεκαεπτά.