Caesar propter inopiam frumenti conlocat legiones in multis hibernis. Ex quibus hiemare in Nerviis et imperat tribus remanere in Belgis. Iubet omnes legatos importare in castra frumentum. Admonet milites his verbis: “Audio hostes adventare; speculatores nostri nuntiant eos esse prope. Debetis cavere vim hostium; hostes enim solent advolare de collibus et possunt perpetrare caedem militum”.

Ο Καίσαρας εξαιτίας της έλλειψης σιταριού εγκαθιστά τις λεγεώνες (του) σε πολλά χειμερινά στρατόπεδα. Από αυτές διατάζει τέσσερις να ξεχειμωνιάσουν στη χώρα των Νερβίων και διατάζει τρεις να παραμείνουν στη χώρα των Βέλγων. Διατάζει όλους τους διοικητές (των λεγεώνων) να βάλουν μέσα στα στρατόπεδα σιτάρι. Συμβουλεύει τους στρατιώτες με αυτά τα λόγια: «Πληροφορούμαι ότι οι εχθροί πλησιάζουν· οι κατάσκοποί μας αναγγέλλουν ότι αυτοί βρίσκονται κοντά. Πρέπει να φυλάγεστε από τη δύναμη των εχθρών· γιατί οι εχθροί συνηθίζουν να εφορμούν από τους λόφους και μπορούν να κατασφάξουν τους στρατιώτες».

admonet
admonet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. admoneo, admonui, admonitum, admonere (2) = συμβουλεύω.
adventare
adventare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. advento, adventavi, adventatum, adventare (1) = πλησιάζω.
advolare
advolare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. advolo, advolavi, advolatum, advolare (1) = εξορμώ.
audio
audio: α’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. audio, audi(v)i, auditum, audire (4) = ακούω· εδώ: πληροφορούμαι.
Belgis
Belgis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. Belgae, Belgarum (αρσ. α’ κλ.) = οι Βέλγοι. [Δεν έχει ενικό αριθμό.] // in Belgis = στη χώρα των Βέλγων.
caedem
caedem: αιτιατική ενικ. του ουσ. caedes, caedis (θηλ. γ’ κλ.) = η σφαγή. [Γεν. πληθ.: caedium.]
Caesar
Caesar: ονομαστική ενικ. του ουσ. Caesar, Caesaris (αρσ. γ’ κλ.) = ο Καίσαρας.
castra
castra: αιτιατική πληθ. του ουσ. castra, castrorum (ουδ. β’ κλ.) = το στρατόπεδο. [Στον ενικό αριθμό: castrum, castri = το φρούριο (ετερόσημο).]
cavere
cavere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. caveo, cavi, cautum, cavere (2) = προσέχω, φυλάγομαι.
collibus
collibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. collis, collis (αρσ. γ’ κλ.) = ο λόφος. [Γεν. πληθ.: collium.]
conlocat
conlocat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. conloco, conlocavi, conlocatum, conlocare (1) = τοποθετώ, εγκαθιστώ.
de
de: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.
debetis
debetis: β’ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. debeo, debui, debitum, debere (2) = οφείλω.
enim
enim: αιτιολογικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = γιατί.
eos
eos: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
esse
esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι, βρίσκομαι.
et
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
ex
ex: πρόθεση (+ αφαιρετική) = από.
frumenti
frumenti: γενική ενικ. του ουσ. frumentum, frumenti (ουδ. β’ κλ.) = το σιτάρι.
frumentum
frumentum: αιτιατική ενικ. του ουσ. frumentum, frumenti (ουδ. β’ κλ.) = το σιτάρι.
hibernis
hibernis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. hiberna, hibernorum (ουδ. β’ κλ.) = το χειμερινό στρατόπεδο. [Δεν έχει ενικό αριθμό, γιατί προέρχεται από τη συνεκφορά hiberna castra (= χειμερινό στρατόπεδο). Βλ. παρακάτω το ουσ. castra, castrorum (= το στρατόπεδο).]
hiemare
hiemare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. hiemo, hiemavi, hiematum, hiemare (1) = ξεχειμωνιάζω.
his
his: αφαιρετική πληθ., ουδ. γένους, της δεικτικής αντων. hic, haec, hoc = αυτός, αυτή, αυτό.
hostes
hostes: αιτιατική πληθ. του ουσ. hostis, hostis (αρσ. γ’ κλ.) = ο εχθρός. [Γεν. πληθ.: hostium.]
hostes
hostes: ονομαστική πληθ. του ουσ. hostis, hostis (αρσ. γ’ κλ.) = ο εχθρός. [Γεν. πληθ.: hostium.]
hostium
hostium: γενική πληθ. του ουσ. hostis, hostis (αρσ. γ΄ κλ.) = ο εχθρός. [Γεν. πληθ.: hostium.]
imperat
imperat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. impero, imperavi, imperatum, imperare (1) [+ δοτική (ως έμμεσο αντικ.) και τελικό απαρέμφατο (ως άμεσο αντικ.)] = διατάζω, δίνω εντολή.
importare
importare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. importo, importavi, importatum, importare (1) = (μετα)φέρω μέσα, εισάγω.
in
in: πρόθεση (+ αιτιατική) = σε, προς.
inopiam
inopiam: αιτιατική ενικ. του ουσ. inopia, inopiae (θηλ. α’ κλ.) = η έλλειψη. [Δεν έχει πληθ. αριθμό.]
iubet
iubet: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. iubeo, iussi, iussum, iubere (2) [+ αιτιατική (ως άμεσο αντικ.) και τελικό απαρέμφατο (ως έμμεσο αντικ.)] = διατάζω.
legatοs
legatοs: αιτιατική πληθ. του ουσ. legatus, legati (αρσ. β’ κλ.) = ο διοικητής (της λεγεώνας).
legiones
legiones: αιτιατική πληθ. του ουσ. legio, legionis (θηλ. γ’ κλ.) = η λεγεώνα.
milites
milites: αιτιατική πληθ. του ουσ. miles, militis (αρσ. γ’ κλ.) = ο στρατιώτης.
militum
militum: γενική πληθ. του ουσ. miles, militis (αρσ. γ’ κλ.) = ο στρατιώτης.
multis
multis: αφαιρετική πληθ., ουδ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. multus, –a, –um = πολύς. [Παραθετικά κυρίως στον πληθ.: ΣΥΓΚΡ.: plures, –es, –a. ΥΠΕΡΘ.: plurimi, –ae, –a.]
Nerviis
Nerviis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. Nervii, Nerviorum (αρσ. β’ κλ.) = οι Νέρβιοι. [Δεν έχει ενικό αριθμό.] // in Nerviis = στη χώρα των Νερβίων.
nostri
nostri: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, της κτητικής αντων. του α’ προσ. για πολλούς κτήτορες noster, nostra, nostrum = ο δικός μας, η δική μας, το δικό μας.
nuntiant
nuntiant: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. nuntio, nuntiavi, nuntiatum, nuntiare (1) = αναγγέλλω.
omnes
omnes: αιτιατική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. omnis, οmnis, omne = όλος.
perpetrare
perpetrare: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. perpetro, perpetravi, perpetratum, perpetrare (1) = διαπράττω.
possunt
possunt: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. possum, potui, –, posse = μπορώ.
prope
prope: τοπικό επίρρ. = κοντά.
propter
propter: πρόθεση (+ αιτιατική) = εξαιτίας.
quattuor
quattuor: αιτιατική πληθ. του (άκλιτου) απόλυτου αριθμητικού επιθ. quattuor = τέσσερις, τέσσερις, τέσσερα.
quibus
quibus: αφαιρετική πληθ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
remanere
remanere: απαρέμφατο ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. remaneo, remansi, –, remanere (2) = παραμένω, διαμένω. [Mτχ. παθ. παρακειμένου: mansus, –a, –um (από το απλό ρήμ. maneo, mansi, mansum, manere).]
solent
solent: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. soleo, solitus sun, solere (2, ημιαποθ.) = συνηθίζω.
speculatores
speculatores: ονομαστική πληθ. του ουσ. speculator, speculatoris (αρσ. γ’ κλ.) = ο ανιχνευτής.
tribus
tribus: δοτική πληθ., θηλ. γένους, του απόλυτου αριθμητικού επιθ. της γ’ κλ. tres, tres, tria = τρεις, τρεις, τρία. [Για την κλίση βλ. σελ. …]
verbis
verbis: αφαιρετική πληθ. του ουσ. verbum, verbi (ουδ. β’ κλ.) = λόγος.
vim
vim: αιτιατική ενικ. του ουσ. vis (θηλ. γ’ κλ.) = η δύναμη, η βία. [Ενικ.: vis, –, –, vim, –, vi. Πληθ.: vires, virium, viribus, vires (& viris), vires, viribus.]