In ea civitate, quam leges continent, boni viri servant libenter leges. Lex enim est fundamentum libertatis, fons aequitatis. Mens et animus et consilium et sententia civitatis posita est in legibus. Ut corpora nostra sine mente, sic civitas non stat sine lege. Magistratus legum sunt ministri, interpretes legum iudices, denique omnes sumus servi legum: sic enim possumus esse liberi.
Σε αυτή την πολιτεία, την οποία στερεώνουν οι νόμοι, οι καλοί πολίτες τηρούν πρόθυμα τους νόμους. Γιατί ο νόμος είναι το θεμέλιο της ελευθερίας, η πηγή της δικαιοσύνης. Ο νους και η ψυχή και η σκέψη και η κρίση της πολιτείας βρίσκονται στους νόμους. Όπως τα σώματά μας (δε στέκουν) χωρίς το νου, έτσι και η πολιτεία δε στέκει χωρίς το νόμο. Υπηρέτες των νόμων είναι οι άρχοντες, ερμηνευτές των νόμων (είναι) οι δικαστές, τελικά όλοι είμαστε υπηρέτες των νόμων· γιατί έτσι μπορούμε να είμαστε ελεύθεροι.
aequitatis
aequitatis: γενική ενικ. του ουσ. aequitas, aequitatis (θηλ. γ’ κλ.) = η ισότητα, η δικαιοσύνη. [Ως αφηρημένη έννοια δεν είναι εύχρηστη στον πληθ. αριθμό.]
animus
animus: ονομαστική ενικ. του ουσ. animus, animi (αρσ. β’ κλ.) = η ψυχή.
boni
boni: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. bonus, –a, –um = καλός. [ΣΥΓΚΡ.: melior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: optimus, –a, –um.]
civitas
civitas: ονομαστική ενικ. του ουσ. civitas, civitatis (θηλ. γ’ κλ.) = η πολιτεία. [Bλ. παραπάνω.]
civitate
civitate: αφαιρετική ενικ. του ουσ. civitas, civitatis (θηλ. γ’ κλ.) = η πολιτεία. [Γενική πληθ.: civitatum & civitatium.]
civitatis
civitatis: γενική ενικ. του ουσ. civitas, civitatis (θηλ. γ’ κλ.) = η πολιτεία. [Bλ. παραπάνω.]
consilium
consilium: ονομαστική ενικ. του ουσ. consilium, consilii / consili (ουδ. β’ κλ.) = η σκέψη.
continent
continent: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. contineo, continui, contentum, continere (2) = στερεώνω, συγκρατώ, στηρίζω.
corpora
corpora: ονομαστική πληθ. του ουσ. corpus, corporis (ουδ. γ’ κλ.) = το σώμα.
denique
denique: χρονικό επίρρ. = τελικά.
ea
ea: αφαιρετική ενικ., θηλ. γένους, της δεικτικής (ως επαναληπτικής) αντων. is, ea, id = αυτός, αυτή, αυτό.
enim
enim: αιτιολογικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = γιατί.
esse
esse: απαρέμφατο ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
est
est: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
et
et: συμπλεκτικός (παρατακτικός) σύνδεσμος = και.
fons
fons: ονομαστική ενικ. του ουσ. fons, fontis (αρσ. γ’ κλ.) = η πηγή. [Γενική πληθ.: fontium.]
fundamentum
fundamentum: ονομαστική ενικ. του ουσ. fundamentum, fundamenti (ουδ. β’ κλ.) = το θεμέλιο.
in
in: πρόθεση (+ αφαιρετική) = σε.
interpretes
interpretes: ονομαστική πληθ. του ουσ. interpres, interpretis (αρσ. γ’ κλ.) = ο ερμηνευτής.
iudices
iudices: ονομαστική πληθ. του ουσ. iudex, iudicis (αρσ. γ’ κλ.) = ο δικαστής.
lege
lege: αφαιρετική ενικ. του ουσ. lex, legis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νόμος.
leges
leges: αιτιατική πληθ. του ουσ. lex, legis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νόμος.
legibus
legibus: αφαιρετική πληθ. του ουσ. lex, legis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νόμος.
legum
legum: γενική πληθ. του ουσ. lex, legis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νόμος.
lex
lex: ονομαστική ενικ. του ουσ. lex, legis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νόμος.
libenter
libenter: τροπικό επίρρ. = πρόθυμα. [Προέρχεται από το επίθ. της γ’ κλ. libens, libens, libens (γενική: libentis).]
liberi
liberi: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της β’ κλ. liber, libera, liberum = ελεύθερος. [ΣΥΓΚΡ.: liberior, –ior, –ius. ΥΠΕΡΘ.: liberrimus, –a, –um.]
libertatis
libertatis: γενική ενικ. του ουσ. libertas, libertatis (θηλ. γ’ κλ.) = η ελευθερία.
magistratus
magistratus: ονομαστική πληθ. του ουσ. magistratus, magistratus (αρσ. δ’ κλ.) = ο άρχοντας, οι αρχές.
mens
mens: ονομαστική ενικ. του ουσ. mens, mentis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νους. [Γενική πληθ.: mentium.]
mente
mente: αφαιρετική ενικ. του ουσ. mens, mentis (θηλ. γ’ κλ.) = ο νους. [Bλ. παραπάνω.]
ministri
ministri: ονομαστική πληθ. του ουσ. minister, ministri (αρσ. β’ κλ.) = ο θεράποντας, ο υπηρέτης.
non
non: αρνητικό μόριο = δεν.
nostra
nostra: ονομαστική πληθ., ουδ. γένους, της κτητικής αντων. του α’ προσ. για πολλούς κτήτορες noster, nostra, nostrum = ο δικός μας, η δική μας, το δικό μας.
omnes
omnes: ονομαστική πληθ., αρσ. γένους, του επιθ. της γ’ κλ. omnis, οmnis, omne = όλος.
posita est
posita est: γ’ ενικ. οριστικής παρακειμένου παθητ. φων. του ρήμ. pono, posui, positum, ponere (3) = τοποθετώ.
possumus
possumus: α’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. possum, potui, –, posse = μπορώ.
quam
quam: αιτιατική ενικ., θηλ. γένους, της αναφορικής αντων. qui, quae, quod = ο οποίος, η οποία, το οποίο.
sententia
sententia: ονομαστική ενικ. του ουσ. sententia, sententiae (θηλ. α’ κλ.) = η κρίση.
servant
servant: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. servo, servavi, servatum, servare (1) = τηρώ.
servi
servi: ονομαστική πληθ. του ουσ. servus, servi (αρσ. β’ κλ.) = ο υπηρέτης.
sic
sic: τροπικό επίρρ. = έτσι.
sine
sine: πρόθεση (+ αφαιρετική) = χωρίς.
stat
stat: γ’ ενικ. οριστικής ενεστώτα ενεργ. φων. του ρήμ. sto, steti, statum, stare (1) = στέκομαι, υφίσταμαι, υπάρχω.
sumus
sumus: α’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, —, esse = είμαι.
sunt
sunt: γ’ πληθ. οριστικής ενεστώτα του ρήμ. sum, fui, –, esse = είμαι.
ut
ut: παραβολικός σύνδεσμος (εκφράζει τρόπο) = όπως.
viri
viri: ονομαστική πληθ. του ουσ. vir, viri (αρσ. β’ κλ.) = ο άνδρας· εδώ: ο πολίτης.