(Βρέθηκαν: 930 Αποτελέσματα)
Λέξη | Συνώνυμα |
Αντώνυμα |
αμαθής | απαίδευτος αγράμματος άπειρος αδαής αγροίκος |
πολυμαθής εγγράμματος |
αμβλύνω | μετριάζω μαλακώνω κατευνάζω |
εκτραχύνω ερεθίζω ακονίζω οξύνω παροξύνω |
αμείωτος | ακέραιος αμετάβλητος συνεχής αδιάλειπτος αδιάκοπος σταθερός |
ελαττωμένος συρρικνωμένος μειωμένος περιορισμένος πτωτικός |
αμερόληπτος | ακέραιος δίκαιος ουδέτερος αντικειμενικός |
μεροληπτικός χαριστικός άδικος ρουσφετολογικός |
αμεροληψία | απροσωποληψία αντικειμενικότητα ακεραιότητα δικαιοσύνη ευθύτητα |
ρουσφετολογία μεροληπτικότητα φατριασμός |
αμετάβλητος | αναλλοίωτος ανεξέλεγκτος σταθερός πανομοιότυπος μονότονος |
|
αμετάκλητος | αμετάτρεπτος τελεσίδικος οριστικός |
ανακλητός ακυρώσιμος ασταθής |
άμιλλα | συναγωνισμός αναμέτρηση διαγωνισμός |
ανταγωνισμός |
αμυδρός | αόριστος θολός δυσδιάκριτος αδύναμος ελάχιστος περιορισμένος |
ακριβής συγκεκριμένος εμφανής έντονος αισθητός αρκετός ξεκάθαρος |
αμφιβολία | αβεβαιότητα δισταγμός ενδοιασμός σκεπτικισμός αμφιταλάντευση διχογνωμία |
βεβαιότητα πεποίθηση σιγουριά θετικότητα |
×